αεισέβαστος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀεισέβαστος]], -ον (AM)<br />ο [[πάντοτε]] [[σεβαστός]] ([[απόδοση]] του λατ. semper Augustus)<br />η [[λέξη]] απαντά σε επιγραφές ως τιμητικό [[επίθετο]] τών [[νεκρών]] αυτοκρατόρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀεὶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>σεβαστὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[σεβάζομαι]].
|mltxt=[[ἀεισέβαστος]], -ον (AM)<br />ο [[πάντοτε]] [[σεβαστός]] ([[απόδοση]] του λατ. semper Augustus)<br />η [[λέξη]] απαντά σε επιγραφές ως τιμητικό [[επίθετο]] τών [[νεκρών]] αυτοκρατόρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀεὶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>σεβαστὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[σεβάζομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀεισέβαστος, -ον (AM)
ο πάντοτε σεβαστός (απόδοση του λατ. semper Augustus)
η λέξη απαντά σε επιγραφές ως τιμητικό επίθετο τών νεκρών αυτοκρατόρων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + σεβαστὸς < σεβάζομαι.