εχέγγυος: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
(15) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἐχέγγυος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει [[εγγύηση]] και [[ασφάλεια]], [[αξιόπιστος]], [[ασφαλής]] ( | |mltxt=-ο (ΑΜ [[ἐχέγγυος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει [[εγγύηση]] και [[ασφάλεια]], [[αξιόπιστος]], [[ασφαλής]] («τοῦ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» — [[επειδή]] πίστεψαν στην [[ποινή]] του θανάτου, [[διότι]] παρέχει [[εγγύηση]] περιορισμού τών εγκλημάτων, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εχέγγυο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτό που παρέχεται ως [[εγγύηση]], που θεωρείται ως [[ασφάλεια]] («έχει τα εχέγγυα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αρκετά [[ισχυρός]] στο να... («οὐκ ὤν [[ἐχέγγυος]] ἐνεγκεῑν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[βεβαίωση]] ότι δεν έχει να φοβηθεί [[τίποτα]], που [[είναι]] υπό την [[εγγύηση]], υπό την [[προστασία]] κάποιου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐχεγγύως</i> (Α)<br />με αξιόπιστο τρόπο, με ασφαλή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> [[εγγύη]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 15 February 2019
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ ἐχέγγυος, -ον)
1. αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει εγγύηση και ασφάλεια, αξιόπιστος, ασφαλής («τοῦ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» — επειδή πίστεψαν στην ποινή του θανάτου, διότι παρέχει εγγύηση περιορισμού τών εγκλημάτων, Θουκ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το εχέγγυο(ν)
αυτό που παρέχεται ως εγγύηση, που θεωρείται ως ασφάλεια («έχει τα εχέγγυα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας»)
αρχ.
1. αρκετά ισχυρός στο να... («οὐκ ὤν ἐχέγγυος ἐνεγκεῑν», Πλούτ.)
2. αυτός που έχει τη βεβαίωση ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, που είναι υπό την εγγύηση, υπό την προστασία κάποιου.
επίρρ...
ἐχεγγύως (Α)
με αξιόπιστο τρόπο, με ασφαλή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + εγγύη].