ευθετίζω: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(15)
 
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[εὐθετίζω]]) [[εύθετος]]<br />[[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]] (α. «τῷ δ' αὖτ' ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «[[πόδας]] εὐθετίζειν εἰς Εὐαγγελίου ὁδὸν μεθοδεύων», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τα [[ιστία]]) [[στρέφω]] [[προς]] την [[κατεύθυνση]] του ανέμου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι για [[κάτι]] («εὐθετίζεται πρὸς πόλεμον»)<br /><b>2.</b> [[λέγω]] την [[αλήθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>εὐθετίζομαι</i><br />χρησιμοποιούμαι όπως [[πρέπει]] («ἵνα εὐθετισθῇ καὶ ἀποκατασταθῇ εἰς τὸ ἀρχαῑον [[σχῆμα]]», <b>Γαλ.</b>).
|mltxt=(ΑΜ [[εὐθετίζω]]) [[εύθετος]]<br />[[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]] (α. «τῷ δ' αὖτ' ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «[[πόδας]] εὐθετίζειν εἰς Εὐαγγελίου ὁδὸν μεθοδεύων», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τα [[ιστία]]) [[στρέφω]] [[προς]] την [[κατεύθυνση]] του ανέμου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι για [[κάτι]] («εὐθετίζεται πρὸς πόλεμον»)<br /><b>2.</b> [[λέγω]] την [[αλήθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>εὐθετίζομαι</i><br />χρησιμοποιούμαι όπως [[πρέπει]] («ἵνα εὐθετισθῇ καὶ ἀποκατασταθῇ εἰς τὸ ἀρχαῖον [[σχῆμα]]», <b>Γαλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐθετίζω) εύθετος
τακτοποιώ, διευθετώ (α. «τῷ δ' αὖτ' ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε», Ησίοδ.
β. «πόδας εὐθετίζειν εἰς Εὐαγγελίου ὁδὸν μεθοδεύων», Ευστ.)
νεοελλ.
(για τα ιστία) στρέφω προς την κατεύθυνση του ανέμου
μσν.
1. ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι για κάτι («εὐθετίζεται πρὸς πόλεμον»)
2. λέγω την αλήθεια
αρχ.
παθ. εὐθετίζομαι
χρησιμοποιούμαι όπως πρέπει («ἵνα εὐθετισθῇ καὶ ἀποκατασταθῇ εἰς τὸ ἀρχαῖον σχῆμα», Γαλ.).