αἰχμαλωτίς: Difference between revisions
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=αἰχμαλωτὶς (-[[ίδος]]), η (Α) [[αἰχμάλωτος]]<br /><b>1.</b> (ως επίθ. θηλ. του [[αιχμάλωτος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> η αιχμάλωτη. | |mltxt=αἰχμαλωτὶς (-[[ίδος]]), η (Α) [[αἰχμάλωτος]]<br /><b>1.</b> (ως επίθ. θηλ. του [[αιχμάλωτος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> η αιχμάλωτη. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἰχμᾰλωτίς:''' -[[ίδος]], ἡ, θηλ. του [[αἰχμάλωτος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:27, 30 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A captive, S.Aj.1228, E.Tr.28, LXX Ge.31.26. 2. Adj. fem. of αἰχμάλωτος, τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας S.Aj. 71.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμᾰλωτίς: -ίδος, ἡ θηλ. τοῦ αἰχμάλωτος, Σοφ. Αἴ. 1228. Εὐρ. Τρῳ. 28. 2) ἐπίθ. θηλ. τοῦ αἰχμάλωτος, τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας, Σοφ. Αἴ. 71.
French (Bailly abrégé)
ίδος
1 adj. f. de captive;
2 subst. ἡ αἰχμαλωτίς captive de guerre.
Étymologie: αἰχμάλωτος.
Spanish (DGE)
(αἰχμᾰλωτίς) -ίδος
1 prisionera, cautiva χεῖρες S.Ai.71, γυνή E.Andr.962, Hec.1094, 1016, 1120, Θηβαῖαι E.Ph.185, κόραι E.Ph.564, τῶν αἰχμαλωτίδων νεῶν D.C.51.19.2.
2 subst. la prisionera, la cautiva τὸν ἐκ τῆς αἰχμαλωτίδος al de la cautiva (hijo), S.Ai.1228, cf. E.Hec.615, Tr.28, Plb.10.18.7, τὰς θυγατέρας μου ὡς αἰχμαλωτίδας LXX Ge.31.26.
Greek Monolingual
αἰχμαλωτὶς (-ίδος), η (Α) αἰχμάλωτος
1. (ως επίθ. θηλ. του αιχμάλωτος
2. ως ουσ. η αιχμάλωτη.
Greek Monotonic
αἰχμᾰλωτίς: -ίδος, ἡ, θηλ. του αἰχμάλωτος, σε Σοφ.