θαλαμίσκος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />(υποκορ. του [[θάλαμος]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[θάλαμος]], δωματιάκι<br /><b>2.</b> <b>αστροναυτ.</b> [[διαμέρισμα]] επανδρωμένου διαστημοπλοίου στο εσωτερικό του οποίου επιστρέφουν οι αστροναύτες στη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υποκορ. -<i>ισκος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λοφ</i>-<i>ίσκος</i>, <i>υπαλληλ</i>-<i>ίσκος</i>). Η λ. μαρτυρείτλαι από το 1851 στο περ. (<i>Νέα</i>) <i>Πανδώρα</i>].
|mltxt=ο<br />(υποκορ. του [[θάλαμος]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[θάλαμος]], δωματιάκι<br /><b>2.</b> <b>αστροναυτ.</b> [[διαμέρισμα]] επανδρωμένου διαστημοπλοίου στο εσωτερικό του οποίου επιστρέφουν οι αστροναύτες στη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υποκορ. -<i>ισκος</i> ([[πρβλ]]. <i>λοφ</i>-<i>ίσκος</i>, <i>υπαλληλ</i>-<i>ίσκος</i>). Η λ. μαρτυρείτλαι από το 1851 στο περ. (<i>Νέα</i>) <i>Πανδώρα</i>].
}}
}}

Revision as of 09:34, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
(υποκορ. του θάλαμος)
1. μικρός θάλαμος, δωματιάκι
2. αστροναυτ. διαμέρισμα επανδρωμένου διαστημοπλοίου στο εσωτερικό του οποίου επιστρέφουν οι αστροναύτες στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. υποκορ. -ισκος (πρβλ. λοφ-ίσκος, υπαλληλ-ίσκος). Η λ. μαρτυρείτλαι από το 1851 στο περ. (Νέα) Πανδώρα].