ημιτελής: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἡμιτελής]], -ές)<br />μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν [[είναι]] ψυχικά ή πνευματικά [[άρτιος]]<br /><b>2.</b> (για [[βρέφος]]) αυτός που δεν έχει συμπληρώσει τους όρους μιας τέλειας κατάστασης, αυτός που δεν έχει φθάσει σε [[τελειότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>μτφ.</b> «[[δρόμος]] [[ἡμιτελής]]» — ο [[οίκος]] του Πρωτεσιλάου που ήταν [[άτεκνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ημιτελώς</i> (Α ἡμιτελῶς)<br />με τρόπο ημιτελή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>τελής</i>, <i>υπο</i>-<i>τελής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἡμιτελής]], -ές)<br />μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν [[είναι]] ψυχικά ή πνευματικά [[άρτιος]]<br /><b>2.</b> (για [[βρέφος]]) αυτός που δεν έχει συμπληρώσει τους όρους μιας τέλειας κατάστασης, αυτός που δεν έχει φθάσει σε [[τελειότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>μτφ.</b> «[[δρόμος]] [[ἡμιτελής]]» — ο [[οίκος]] του Πρωτεσιλάου που ήταν [[άτεκνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ημιτελώς</i> (Α ἡμιτελῶς)<br />με τρόπο ημιτελή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>τελής</i>, <i>υπο</i>-<i>τελής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (Α ἡμιτελής, -ές)
μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν είναι ψυχικά ή πνευματικά άρτιος
2. (για βρέφος) αυτός που δεν έχει συμπληρώσει τους όρους μιας τέλειας κατάστασης, αυτός που δεν έχει φθάσει σε τελειότητα
3. φρ. μτφ. «δρόμος ἡμιτελής» — ο οίκος του Πρωτεσιλάου που ήταν άτεκνος.
επίρρ...
ημιτελώς (Α ἡμιτελῶς)
με τρόπο ημιτελή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τελής (< τέλος), πρβλ. πολυ-τελής, υπο-τελής].