ζευγοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
(16) |
(4) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζευγοτρόφος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρέφει, που έχει στην [[κατοχή]] του [[ζευγάρι]] ίππων ή βοδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιχθυο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>]. | |mltxt=[[ζευγοτρόφος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρέφει, που έχει στην [[κατοχή]] του [[ζευγάρι]] ίππων ή βοδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιχθυο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζευγοτρόφος:''' -ον, αυτός που εκτρέφει [[ζευγάρι]] ζώων, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1138] ein Gespann Pferde haltend, Plut. Pericl. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ζευγοτρόφος: -ον, τρέφων ζεῦγος κτηνῶν, Πλούτ. Περικλ. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui entretient un attelage.
Étymologie: ζεῦγος, τρέφω.
Greek Monolingual
ζευγοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που τρέφει, που έχει στην κατοχή του ζευγάρι ίππων ή βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].
Greek Monotonic
ζευγοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει ζευγάρι ζώων, σε Πλούτ.