ιππάκη: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(17)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππάκη]], ἡ (Α) [[ίππος]]<br /><b>1.</b> [[τυρί]] από [[γάλα]] φοράδας, που έτρωγαν οι [[Σκύθες]] («ἱππάκην τρώγουσι<br />τοῡτο δ' ἐστὶ τυρὸς ἵππων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού.
|mltxt=[[ἱππάκη]], ἡ (Α) [[ίππος]]<br /><b>1.</b> [[τυρί]] από [[γάλα]] φοράδας, που έτρωγαν οι [[Σκύθες]] («ἱππάκην τρώγουσι<br />τοῦτο δ' ἐστὶ τυρὸς ἵππων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού.
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἱππάκη, ἡ (Α) ίππος
1. τυρί από γάλα φοράδας, που έτρωγαν οι Σκύθες («ἱππάκην τρώγουσι
τοῦτο δ' ἐστὶ τυρὸς ἵππων», Ιπποκρ.)
2. είδος φυτού.