θέρμινος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θέρμινος]], -ίνη, -ον (Α) [[θέρμος]] (I)]<br />αυτός που κατασκευάζεται από λούπινα («θέρμινα ἄλευρα»). | |mltxt=[[θέρμινος]], -ίνη, -ον (Α) [[θέρμος]] (I)]<br />αυτός που κατασκευάζεται από λούπινα («θέρμινα ἄλευρα»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θέρμῐνος:''' -η, -ον, αυτός που έχει φτιαχτεί από λούπινα ([[θέρμος]]), σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον, (θέρμος)
A of lupines, ἄλευρα Dsc.2.110; πανοπλία Luc.VH1.27.
German (Pape)
[Seite 1201] von Feigbohnen; Diosc.; Luc. Ver. Hist, 1. 1, 27.
Greek (Liddell-Scott)
θέρμῐνος: -η, -ον, (θέρμος) ἐκ θέρμων (κοιν. ἀπὸ λούπινα), Διοσκ. 2. 135, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 27.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de lupin.
Étymologie: θέρμος.
Greek Monolingual
θέρμινος, -ίνη, -ον (Α) θέρμος (I)]
αυτός που κατασκευάζεται από λούπινα («θέρμινα ἄλευρα»).
Greek Monotonic
θέρμῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει φτιαχτεί από λούπινα (θέρμος), σε Λουκ.