ιερακοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερακοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει γεράκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρο</i>-[[κτόνος]], <i>πατρο</i>-[[κτόνος]])].
|mltxt=[[ἱερακοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει γεράκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] ([[πρβλ]]. <i>ανδρο</i>-[[κτόνος]], <i>πατρο</i>-[[κτόνος]])].
}}
}}

Revision as of 09:54, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱερακοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει γεράκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδρο-κτόνος, πατρο-κτόνος)].