θεραποντίς: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(17)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεραποντίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />αυτή που ανήκει σε [[θεράπαινα]] («θεραποντίδα φερνήν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υστερογενές θηλ. του [[θεράπων]], -<i>οντος</i>].
|mltxt=[[θεραποντίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />αυτή που ανήκει σε [[θεράπαινα]] («θεραποντίδα φερνήν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υστερογενές θηλ. του [[θεράπων]], -<i>οντος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''θερᾰποντίς:''' ίδος adj. f состоящая из рабов и рабынь (ἡ [[φερνή]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 21:47, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰποντίς Medium diacritics: θεραποντίς Low diacritics: θεραποντίς Capitals: ΘΕΡΑΠΟΝΤΙΣ
Transliteration A: therapontís Transliteration B: therapontis Transliteration C: therapontis Beta Code: qeraponti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A of a waiting-maid, θ. φερνή A.Supp. 979 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1200] ίδος, ἡ, die Magd betreffend, der Magd, φέρνη Aesch. Suppl. 957.

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰποντίς: -ίδος, ἡ, ἀνήκουσα εἰς θεράπαιναν, θ. φερνὴ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 979.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de serviteur, de servante.
Étymologie: θεράπων.

Greek Monolingual

θεραποντίς, -ίδος, ἡ (Α)
αυτή που ανήκει σε θεράπαινα («θεραποντίδα φερνήν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενές θηλ. του θεράπων, -οντος].

Russian (Dvoretsky)

θερᾰποντίς: ίδος adj. f состоящая из рабов и рабынь (ἡ φερνή Aesch.).