θράω: Difference between revisions
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(17) |
(5) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θράω]] (Α)<br />[[καθίζω]] (απαντά το απρμφ. μέσ. αορ. [[θρήσασθαι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θράνος]]]. | |mltxt=[[θράω]] (Α)<br />[[καθίζω]] (απαντά το απρμφ. μέσ. αορ. [[θρήσασθαι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θράνος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θράω:''' [[καθορίζω]], [[θέτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
θράω: καθίζω, εὕρηται μόνον ἐν τῷ μέσ. ἀορ. θρήσασθαι, καθῆσθαι (παρ’ Εὐσταθίῳ 1400, 5: «τὸ θρῆνυς... κατὰ Ἀθήναιον ἀπὸ τοῦ θρῆσαι, ὅ ἐστι καθίσαι»), Φιλητᾶς παρ’ Ἀθην. 192Ε. (Ἡ ῥίζα τοῦ θρᾶνος, θρῆνυς, θρόνος, ἴσως καὶ τοῦ ἀθερίζω: πρβλ. τὸ Σανσκρ. dhar, dhaṙâmi (fero, sustineo)· Λατ. fretus
French (Bailly abrégé)
seul. inf. ao. Moy. θρήσασθαι;
s’asseoir, être assis.
Étymologie: cf. θρόνος.
Greek Monolingual
θράω (Α)
καθίζω (απαντά το απρμφ. μέσ. αορ. θρήσασθαι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θράνος].