κάκκη: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάκκη]], ἡ (Α)<br />τα περιττώματα του ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακκῶ</i>, υποχωρητικά].
|mltxt=[[κάκκη]], ἡ (Α)<br />τα περιττώματα του ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακκῶ</i>, υποχωρητικά].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάκκη:''' ἡ, [[ακαθαρσία]], [[κόπρος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάκκη Medium diacritics: κάκκη Low diacritics: κάκκη Capitals: ΚΑΚΚΗ
Transliteration A: kákkē Transliteration B: kakkē Transliteration C: kakki Beta Code: ka/kkh

English (LSJ)

ἡ,

   A human ordure, Ar.Pax162. κακκῆαι, v. κατακαίω.

German (Pape)

[Seite 1299] ἡ, Kacke, Menschenkoth, Ar. Pax 162.

Greek (Liddell-Scott)

κάκκη: ἡ, «κακκά», ἀνθρωπίνη κόπρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 162.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
excrément, caca.
Étymologie: DELG mot du langage populaire et enfantin ; cf. lat. cacare, irl. caccaim « je fais caca », cacc « merde », arm. k῾akor « fumier », russe kakal’, all. kakken.

Greek Monolingual

κάκκη, ἡ (Α)
τα περιττώματα του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακκῶ, υποχωρητικά].

Greek Monotonic

κάκκη: ἡ, ακαθαρσία, κόπρος, σε Αριστοφ.