κάλλιμος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάλλιμος]], -ον (Α) [[κάλλος]]<br />[[καλός]], [[ωραίος]] («κάλλιμα δῶρα», <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=[[κάλλιμος]], -ον (Α) [[κάλλος]]<br />[[καλός]], [[ωραίος]] («κάλλιμα δῶρα», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάλλῐμος:''' -ον, Επικ. αντί [[καλός]], [[ωραίος]], όμορφος, [[καλός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλῐμος Medium diacritics: κάλλιμος Low diacritics: κάλλιμος Capitals: ΚΑΛΛΙΜΟΣ
Transliteration A: kállimos Transliteration B: kallimos Transliteration C: kallimos Beta Code: ka/llimos

English (LSJ)

ον, poet. for καλός,

   A beautiful, δῶρα Od.4.130, 8.439; οὖρος 11.640; Χρόα, ὄπα κάλλιμον, 11.529, 12.192.

German (Pape)

[Seite 1310] ον, poet. = καλός, schön; δῶρα Od. 4, 130. 8, 439; οὖρος 11, 640; χρόα, ὄπα, 11, 529. 12, 192; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλῐμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ καλός, δῶρα Ὀδ. Δ. 130, Θ. 439· οὖρος Λ. 640· χρόα, ὄπα κάλλιμον Λ. 529, Μ. 192.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 beau;
2 bon, favorable.
Étymologie: καλός.

English (Autenrieth)

κᾶλός. (Od.)

Greek Monolingual

κάλλιμος, -ον (Α) κάλλος
καλός, ωραίος («κάλλιμα δῶρα», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

κάλλῐμος: -ον, Επικ. αντί καλός, ωραίος, όμορφος, καλός, σε Ομήρ. Οδ.