ἔεδνα: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(10)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔεδνα]], τα (Α)<br /><b>βλ.</b> [[έδνον]].
|mltxt=[[ἔεδνα]], τα (Α)<br /><b>βλ.</b> [[έδνον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔεδνα:''' Επικ. αντί <i>ἕδνα</i>· [[ἐεδνόω]], -ωτής, Επικ. αντί <i>ἑδν-</i>.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἔεδνα: ἐεδνόω, ἐεδνωτής, Ἐπ. ἀντὶ ἕδνα, ἑδνόω, ἑδνωτής.

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἕδνα.

English (Autenrieth)

see ἕδνον, ἑδνόω, ἑδνωτής.

Greek Monolingual

ἔεδνα, τα (Α)
βλ. έδνον.

Greek Monotonic

ἔεδνα: Επικ. αντί ἕδνα· ἐεδνόω, -ωτής, Επικ. αντί ἑδν-.