ἑδνωτής
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
Ep. ἐεδνωτής, οῦ, ὁ, father who portions a bride, οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοί εἰμεν Il.13.382.
German (Pape)
[Seite 716] ὁ, der Verwandte der Braut, der Schwager, Schwäher; bei Hom. einmal, in der Form ἐεδνωταί, oder mit spir. asp. ἑεδνωταί, Iliad. 13, 382, ἀλλ' ἕπευ, ὄφρ' ἐπὶ νηυσὶ συνώμεθα ποντοπόροισιν ἀμφὶ γάμῳ, ἐπεὶ οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοί εἰμεν; Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἕδνα ἐδίδοσαν οἱ μνηστῆρες· ἑεδνωταὶ δὲ κηδεσταί, πενθεροί· οὗτοι γὰρ τὰ ἕδνα παρὰ τῶν μνηστευομένων (von den worbenden Männern) ἐνεδέχοντο; Friedlaender hält die Erklärung von ἑεδνωταί nicht für Aristoniceisch, sondern nur den ersten Satz, ὅτι ἕδνα ἐδίδοσαν οἱ μνηστῆρες; vgl. vs. 366 ᾔτεε δὲ Πριάμοιο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Κασσάνδρην ἀνάεδνον und daselbst Scholl. Aristonic. Wie Herodian. Scholl. Iliad. 13, 382 und 5, 158 richtig bemerkt, ist das Wort von ἑδνόω, ἐεδνόω (ἑεδνόω) gebildet, Odyss. 2, 53 ἐεδνώσαιτο θύγατρα. Vgl. ἑδνόω, ἕδνον, ἀναεδνος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
épq. ἐεδνωτής;
qui dote sa fille ; beau-père.
Étymologie: ἕδνον.
Russian (Dvoretsky)
ἑδνωτής: эп. ἐεδνωτής, οῦ ὁ дающий приданое, выдающий замуж, т. е. тесть Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδνωτής: Ἐπ. ἐεδνωτής, οῦ, προικοδότης, ἐπεὶ οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοὶ εἰμὲν Ἰλ. Ν. 382.
English (Autenrieth)
giver of dowry, the father of the bride.
Greek Monolingual
ἑδνωτής και ἐεδνωτής, ο (Α)
προικοδότης, πεθερός, συγγενής.
Greek Monotonic
ἑδνωτής: Επικ. ἐεδν-, -οῦ, ὁ· μνηστήρας, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[from ἑδνόω
a betrother, Il.