άπωθεν: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄπωθεν]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> από [[μακριά]] ή [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[μακριά]] από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <i>οἱ [[ἄπωθεν]]<br />οι ξένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>από</i>. Το <i>ω</i> του τύπου εξηγείται κατ' [[αναλογία]] [[είτε]] [[προς]] το [[πόρρωθεν]] [[είτε]] [[προς]] τα <i>απωτέρω</i>, <i>απωτάτω</i>, που χρησιμοποιούνται ως [[συγκριτικός]] και [[υπερθετικός]] αντιστοίχως του [[άπωθεν]]].
|mltxt=[[ἄπωθεν]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> από [[μακριά]] ή [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[μακριά]] από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <i>οἱ [[ἄπωθεν]]<br />οι ξένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>από</i>. Το <i>ω</i> του τύπου εξηγείται κατ' [[αναλογία]] [[είτε]] [[προς]] το [[πόρρωθεν]] [[είτε]] [[προς]] τα <i>απωτέρω</i>, <i>απωτάτω</i>, που χρησιμοποιούνται ως [[συγκριτικός]] και [[υπερθετικός]] αντιστοίχως του [[άπωθεν]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄπωθεν επίρρ. (Α)
1. από μακριά ή μακριά
2. μακριά από κάποιον ή κάτι
3. οἱ ἄπωθεν
οι ξένοι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < από. Το ω του τύπου εξηγείται κατ' αναλογία είτε προς το πόρρωθεν είτε προς τα απωτέρω, απωτάτω, που χρησιμοποιούνται ως συγκριτικός και υπερθετικός αντιστοίχως του άπωθεν].