κατάφαρκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάφαρκτος]], -ον (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κατάφρακτος]].
|mltxt=[[κατάφαρκτος]], -ον (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κατάφρακτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάφαρκτος:''' -ον = [[κατάφρακτος]].
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφαρκτος Medium diacritics: κατάφαρκτος Low diacritics: κατάφαρκτος Capitals: ΚΑΤΑΦΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: katápharktos Transliteration B: katapharktos Transliteration C: katafarktos Beta Code: kata/farktos

English (LSJ)

ον,

   A = κατάφρακτος (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάφαρκτος: -ον, = κατάφρακτος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfermé dans.
Étymologie: = κατάφρακτος de κατά, φράγνυμι.

Greek Monolingual

κατάφαρκτος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατάφρακτος.

Greek Monotonic

κατάφαρκτος: -ον = κατάφρακτος.