καταπίμπρημι: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταπίμπρημι]] και μτγν. τ. καταπι(μ)πρῶ, -άω (Α)<br />(επιτ. τ. του [[πίμπρημι]]) [[κατακαίω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πίμπρημι]] «[[καίω]]»]. | |mltxt=[[καταπίμπρημι]] και μτγν. τ. καταπι(μ)πρῶ, -άω (Α)<br />(επιτ. τ. του [[πίμπρημι]]) [[κατακαίω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πίμπρημι]] «[[καίω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταπίμπρημι:''' μέλ. -[[πρήσω]], κάνω στάχτες, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
fut.
A -πρήσω D.C.39.9: pf. -πέπρηκα Id.59.16:— burn to ashes, AP11.131 (Lucill.), Ph.1.516, Plu.Cam.22, Polyaen.8.65, Hdn.8.1.4, Jul.Or.2.62d:—Pass., κατεπρήσθησαν Plb.14.4.10; καταπρησθέντας Luc.Par.57 (nisi leg. -πτισθέντας).
German (Pape)
[Seite 1369] (s. πίμπρημι), ganz verbrennen, Sp.; κατεπρήσθησαν Pol. 14, 4, 10; καταπρησθέντας τὸ σῶμα Luc. parasit. 57.
Greek (Liddell-Scott)
καταπίμπρημι: μέλλ. καταπρήσω, ἀόρ, κατέπρησα, καίω ἐντελῶς, κατακαίω, κατεπίμπρασαν τὰς οἰκίας Πλουτ. Κάμιλλ. 22· φλογίζοντα καὶ καταπιμπρῶντα τὰ συνεχῆ Βασίλ.· τὴν ὕλην ὑφάψασαι καταπρήσωμεν Πολύαιν. 8. 65., 5. 17, σ. 500. 501· Παθ. καταπίμπραμαι, κατακαίομαι, καταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Πολύβ. 14. 4, 10· καταπρησθέντας τὸ σῶμα ἅπαν Λουκ. Παράσ. 57.
French (Bailly abrégé)
f. καταπρήσω;
brûler entièrement.
Étymologie: κατά, πίμπρημι.
Greek Monolingual
καταπίμπρημι και μτγν. τ. καταπι(μ)πρῶ, -άω (Α)
(επιτ. τ. του πίμπρημι) κατακαίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πίμπρημι «καίω»].
Greek Monotonic
καταπίμπρημι: μέλ. -πρήσω, κάνω στάχτες, σε Ανθ.