Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάναδοι: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(19)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάναδοι]], οἱ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σιαγόνες, γνάθοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το [[γνάθος]], ενώ κατ' άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών [[καναδόκα]], [[κανδόχα]].
|mltxt=[[κάναδοι]], οἱ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σιαγόνες, γνάθοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το [[γνάθος]], ενώ κατ' άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών [[καναδόκα]], [[κανδόχα]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b3">σιαγόνες</b>, <b class="b3">γνάθοι</b> H.<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.X, PGX [probably a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: S. on <b class="b3">γνάθος</b>; further Pisani Rev. int. ét. balk. 3, 18; Krahe IF 60, 297 (Illyrian). (In DELG s.v. <b class="b3">γνάθος</b>.)<br />See also: .
}}
}}

Revision as of 02:05, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάναδοι Medium diacritics: κάναδοι Low diacritics: κάναδοι Capitals: ΚΑΝΑΔΟΙ
Transliteration A: kánadoi Transliteration B: kanadoi Transliteration C: kanadoi Beta Code: ka/nadoi

English (LSJ)

σιαγόνες, γνάθοι, Hsch. καναδόκα· Χείλη ὀϊστοῦ (Lacon.), Id.; cf. κανδόχα.

Greek (Liddell-Scott)

κάναδοι: «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κάναδοι, οἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σιαγόνες, γνάθοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το γνάθος, ενώ κατ' άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών καναδόκα, κανδόχα.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: σιαγόνες, γνάθοι H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.X, PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: S. on γνάθος; further Pisani Rev. int. ét. balk. 3, 18; Krahe IF 60, 297 (Illyrian). (In DELG s.v. γνάθος.)
See also: .