Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καροτσάκι: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> χειροκίνητο [[αμάξι]] για [[μεταφορά]] πραγμάτων<br /><b>2.</b> το ειδικό [[αμάξι]] για τα νήπια και τα βρέφη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρότσ</i>-<i>ι</i> (όταν η υποκορ. σημ. του τελευταίου έπαψε να γίνεται αντιληπτή) <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άκι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παιδ</i>-<i>άκι</i>, <i>σκυλ</i>-<i>άκι</i>)].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> χειροκίνητο [[αμάξι]] για [[μεταφορά]] πραγμάτων<br /><b>2.</b> το ειδικό [[αμάξι]] για τα νήπια και τα βρέφη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρότσ</i>-<i>ι</i> (όταν η υποκορ. σημ. του τελευταίου έπαψε να γίνεται αντιληπτή) <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άκι</i> ([[πρβλ]]. <i>παιδ</i>-<i>άκι</i>, <i>σκυλ</i>-<i>άκι</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. χειροκίνητο αμάξι για μεταφορά πραγμάτων
2. το ειδικό αμάξι για τα νήπια και τα βρέφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρότσ-ι (όταν η υποκορ. σημ. του τελευταίου έπαψε να γίνεται αντιληπτή) + υποκορ. κατάλ. -άκι (πρβλ. παιδ-άκι, σκυλ-άκι)].