καπνόσφαιρα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />([[κατά]] τον μεσαίωνα) [[σφαίρα]] από [[στουπί]] την οποία βουτούσαν σε [[μίγμα]] εύφλεκτων ουσιών και τήν πετούσαν αναμμένη στον εχθρό για να προκληθεί [[ταραχή]] από τον παραγόμενο καπνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>globe fumant</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].
|mltxt=η<br />([[κατά]] τον μεσαίωνα) [[σφαίρα]] από [[στουπί]] την οποία βουτούσαν σε [[μίγμα]] εύφλεκτων ουσιών και τήν πετούσαν αναμμένη στον εχθρό για να προκληθεί [[ταραχή]] από τον παραγόμενο καπνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>globe fumant</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
(κατά τον μεσαίωνα) σφαίρα από στουπί την οποία βουτούσαν σε μίγμα εύφλεκτων ουσιών και τήν πετούσαν αναμμένη στον εχθρό για να προκληθεί ταραχή από τον παραγόμενο καπνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. globe fumant. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].