ἐγκαθεύδω: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκαθεύδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] [[ανάμεσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κοιμάμαι]]<br /><b>3.</b> <b>(ειδ.)</b> [[κοιμάμαι]] [[μέσα]] σε ναό για να θεραπευθώ από [[θαύμα]].
|mltxt=[[ἐγκαθεύδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] [[ανάμεσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κοιμάμαι]]<br /><b>3.</b> <b>(ειδ.)</b> [[κοιμάμαι]] [[μέσα]] σε ναό για να θεραπευθώ από [[θαύμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκαθεύδω:''' (на или в чем-л.) спать или лежать (τάπησι Anacr.; τοῖς τείχεσι и ἐν τοῖς τείχεσι Plut.): ἐ. ψυχρότεραι ὄϊες αἰγῶν Arst. овцы любят лежать в более прохладных местах, чем козы.
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαθεύδω Medium diacritics: ἐγκαθεύδω Low diacritics: εγκαθεύδω Capitals: ΕΓΚΑΘΕΥΔΩ
Transliteration A: enkatheúdō Transliteration B: enkatheudō Transliteration C: egkatheydo Beta Code: e)gkaqeu/dw

English (LSJ)

fut. -ευδήσω,

   A sleep among, Arist.HA610b31; sleep upon, ποδήρη ὦτα ὡς ἐγκαθεύδειν Str. 15.1.57; στιβάδα ἐγκαθεύδειν τινὶ παρασκευάσαι Ael.NA6.42.    2 generally, lie abed, Ar.Lys.614.    3 sleep in a temple to effect a cure, IG4.951.25 (Epid.), 7.235 (Orop.), etc.

German (Pape)

[Seite 703] (s. εὕδω), darin, darauf schlafen; τάπησι Anacr. 35, 1; Arist. H. A. 9, 3 u. Sp.; dabei schlafen, Ar. Lys. 614.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, κοιμῶμαι μεταξύ, ἐγκαθεύδειν δὲ ψυχρότεραι οἶες αἰγῶν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 3 (ὁ Schneid συγκ-). 2) ἐν γένει κοιμῶμαι, Ἀριστοφ. Λυσ. 614.

French (Bailly abrégé)

f. ἐγκαθευδήσω;
dormir dans, sur ou parmi, ἔν τινι.
Étymologie: ἐν, καθεύδω.

Spanish (DGE)

I 1dormir dentro o entre ἐγκαθεύδειν δὲ ψυχρότεραι ὄϊες αἰγῶν para dormir entre ellas las ovejas dan menos calor que las cabras Arist.HA 610b31, cf. Str.15.1.57, Ael.NA 6.42, οἱ λαγωοὶ ... τοῖς τείχεσιν Plu.Lys.22, τῶν χηραμῶν ἐντός Paus.7.22.1, ἁλιπορφύροις τάπησι Anacreont.37.1, τὸ δωμάτιον, ᾧ ἐνεκάθευδον Philostr.VA 2.35.
2 fig. dormirse, permanecer inactivo οὐκέτ' ἔργον ἐγκαθεύδειν Ar.Lys.614.
II en cont. relig. pernoctar, dormir en recinto sagrado, esp. de Asclepio, para obtener la curación ἐγκαθεύδων δὲ ὄψιν εἶδε IG 42.121.25, cf. 37 (Epidauro IV a.C.), παρ' [Ἀ] σκλαπιῷ ἐν τῷ ἀ[βάτ] ῳ ἐνεκάθευδε περὶ τοῦ παιδός IG 42.122.23, cf. 117 (ambas Epidauro IV a.C.), IOropos 277.36, 39 (IV a.C.), SEG 44.505 (Anfípolis IV a.C.), ICr.1.16.6.4C.5 (Lato II a.C.), σοφίσματα πυκτικὰ πύκτῃ τινὶ ... ἐγκαθεύδοντι προειπεῖν λέγεται τὸν θεόν Aristid.Or.42.11, τῇ Ἱεραπόλει ἐγκαθευδήσας ἐδόκουν ὄναρ ὁ Ἄττης γενέσθαι Dam.Isid.131.

Greek Monolingual

ἐγκαθεύδω (Α)
1. κοιμάμαι ανάμεσα ή πάνω σε κάτι
2. κοιμάμαι
3. (ειδ.) κοιμάμαι μέσα σε ναό για να θεραπευθώ από θαύμα.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαθεύδω: (на или в чем-л.) спать или лежать (τάπησι Anacr.; τοῖς τείχεσι и ἐν τοῖς τείχεσι Plut.): ἐ. ψυχρότεραι ὄϊες αἰγῶν Arst. овцы любят лежать в более прохладных местах, чем козы.