ἄπηρος: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄπηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει ακρωτηριαστεί, [[αρτιμελής]]. | |mltxt=[[ἄπηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει ακρωτηριαστεί, [[αρτιμελής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄπηρος:''' -ον, [[αρτιμελής]], αυτός που δεν έχει κάποια [[αναπηρία]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unmaimed, Hdt.1.32, AP7.110 (D.L.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 290] (πήρα), ohne Tasche, Suid. = ἀπηρής, Her. 1, 32 Diog. L. 5, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπηρος: -ον, = ἀπηρής, Ἡρόδ. 1. 32, Διογ. Λ. 5. 40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non estropié, valide.
Étymologie: ἀ, πηρός.
Spanish (DGE)
-ον
no mutilado de pers., Hdt.1.32, AP 7.110 (D.L.), Sud.s.u. ἄπηρα.
Greek Monolingual
ἄπηρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ακρωτηριαστεί, αρτιμελής.
Greek Monotonic
ἄπηρος: -ον, αρτιμελής, αυτός που δεν έχει κάποια αναπηρία, σε Ηρόδ.