κεντρόφυγος: Difference between revisions

From LSJ

σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο θηλ. και -ος<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να απομακρύνεται από το [[κέντρο]], [[φυγόκεντρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>centrifuge</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>centri</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεντρο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>fuge</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -<i>φυξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[φεύγω]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>κεντρόφυξ</i>, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφόρο Θεοτόκη].
|mltxt=-η, -ο θηλ. και -ος<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να απομακρύνεται από το [[κέντρο]], [[φυγόκεντρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>centrifuge</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>centri</i>-, [[πρβλ]]. <i>κεντρο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>fuge</i> ([[πρβλ]]. -<i>φυξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[φεύγω]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>κεντρόφυξ</i>, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφόρο Θεοτόκη].
}}
}}

Latest revision as of 13:22, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο θηλ. και -ος
1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο, φυγόκεντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. centrifuge (< centri-, πρβλ. κεντρο-) + -fuge (πρβλ. -φυξ < φεύγω). Η λ., στον λόγιο τ. κεντρόφυξ, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφόρο Θεοτόκη].