φυγόκεντρος
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που τείνει να απομακρυνθεί από το κέντρο
2. φυγοκεντρικός
3. φρ. «φυγόκεντρη δύναμη»
φυσ. φυσικό μέγεθος αναφερόμενο σε ένα σώμα κινούμενο σε κυκλική τροχιά, υποθετική δύναμη που έχει το ίδιο μέγεθος και την ίδια διεύθυνση με την κεντρομόλο δύναμη, δηλαδή τη δύναμη που συγκρατεί το κινητό στην κυκλική τροχιά, αλλά έχει αντίθετη από αυτήν φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' έ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + κέντρο. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. centrifuge και μαρτυρείται από το 1843 στον Κ. Ασώπιο].