κιτροπαραγωγός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που παράγει άφθονα κίτρα ή αυτός που προσφέρεται για [[καλλιέργεια]] κίτρων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[κιτροπαραγωγός]]<br />ο [[καλλιεργητής]] του δέντρου [[κιτριά]].
|mltxt=-ό<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που παράγει άφθονα κίτρα ή αυτός που προσφέρεται για [[καλλιέργεια]] κίτρων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κιτροπαραγωγός]]<br />ο [[καλλιεργητής]] του δέντρου [[κιτριά]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual


1. (για τόπο) αυτός που παράγει άφθονα κίτρα ή αυτός που προσφέρεται για καλλιέργεια κίτρων
2. το αρσ. ως ουσ. ο κιτροπαραγωγός
ο καλλιεργητής του δέντρου κιτριά.