κινναμώμινος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
(20)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κινναμώμινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κιννάμωμον]]<br />αυτός που παρασκευάζεται από [[κιννάμωμο]] ή με [[κιννάμωμο]].
|mltxt=[[κινναμώμινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κιννάμωμον]]<br />αυτός που παρασκευάζεται από [[κιννάμωμο]] ή με [[κιννάμωμο]].
}}
{{elru
|elrutext='''κιννᾰμώμινος:''' сделанный из корицы, коричный ([[μύρον]] Polyb.; πύλαι Luc.).
}}
}}

Revision as of 22:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιννᾰμώμινος Medium diacritics: κινναμώμινος Low diacritics: κινναμώμινος Capitals: ΚΙΝΝΑΜΩΜΙΝΟΣ
Transliteration A: kinnamṓminos Transliteration B: kinnamōminos Transliteration C: kinnamominos Beta Code: kinnamw/minos

English (LSJ)

η, ον,

   A prepared from or with κιννάμωμον, Antiph.35, Dsc.1.61, Ath.10.439b.

German (Pape)

[Seite 1441] von Zimmt gemacht; μύρον Pol. bei Ath. X, 439 b; πύλαι Luc. V. H. 2. 11.

Greek (Liddell-Scott)

κιννᾰμώμινος: -η, -ον, παρεσκευασμένος ἐκ κινναμώμου ἢ μετὰ κινναμώμου, Ἀντιφάν. ἐν «’Αντείᾳ» 2, Διοσκ. 1. 74, Ἀθήν. 439Β.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de cinname ou de cannelier.
Étymologie: κιννάμωμον.

Spanish

de cinamomo

Greek Monolingual

κινναμώμινος, -ίνη, -ον (Α) κιννάμωμον
αυτός που παρασκευάζεται από κιννάμωμο ή με κιννάμωμο.

Russian (Dvoretsky)

κιννᾰμώμινος: сделанный из корицы, коричный (μύρον Polyb.; πύλαι Luc.).