κεχωρισμένως: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεχωρισμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[χωριστά]] («καὶ ταῡτ' [[εἴτε]] [[κεχωρισμένως]] ὑπάρχει τισὶν [[εἴτε]] τοῑς αὐτοῑς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεχωρισμένος</i> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>κεχώρισμαι</i> <span style="color: red;"><</span> [[χωρίζω]].
|mltxt=[[κεχωρισμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[χωριστά]] («καὶ ταῡτ' [[εἴτε]] [[κεχωρισμένως]] ὑπάρχει τισὶν [[εἴτε]] τοῑς αὐτοῑς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεχωρισμένος</i> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>κεχώρισμαι</i> <span style="color: red;"><</span> [[χωρίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεχωρισμένως:''' επίρρ., ([[χωρίζω]]), ξεχωριστά, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεχωρισμένως Medium diacritics: κεχωρισμένως Low diacritics: κεχωρισμένως Capitals: ΚΕΧΩΡΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: kechōrisménōs Transliteration B: kechōrismenōs Transliteration C: kechorismenos Beta Code: kexwrisme/nws

English (LSJ)

Adv., (χωρίζω)

   A separately, Arist.Pol.1291a29, Aët. 16.8.

German (Pape)

[Seite 1429] abgesondert, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεχωρισμένως: Ἐπίρρ. (χωρίζω) χωριστά, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 15.

French (Bailly abrégé)

adv.
séparément.
Étymologie: κεχωρισμένος, part. pf. Pass. de χωρίζω.

Greek Monolingual

κεχωρισμένως (Α)
επίρρ. χωριστά («καὶ ταῡτ' εἴτε κεχωρισμένως ὑπάρχει τισὶν εἴτε τοῑς αὐτοῑς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεχωρισμένος < μτχ. παθ. παρακμ. κεχώρισμαι < χωρίζω.

Greek Monotonic

κεχωρισμένως: επίρρ., (χωρίζω), ξεχωριστά, σε Αριστ.