κεφαλήσιος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] κεφαλής («κεφαλήσιο τύρι» — το [[κεφαλοτύρι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> επιθετ. κατάλ. -<i>ήσιος</i> ( | |mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] κεφαλής («κεφαλήσιο τύρι» — το [[κεφαλοτύρι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> επιθετ. κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. <i>καρυδ</i>-<i>ήσιος</i>, <i>φιδ</i>-<i>ήσιος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:27, 23 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που ανήκει στην κεφαλή
2. αυτός που έχει σχήμα κεφαλής («κεφαλήσιο τύρι» — το κεφαλοτύρι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επιθετ. κατάλ. -ήσιος (πρβλ. καρυδ-ήσιος, φιδ-ήσιος)].