κεφαλήσιος
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που ανήκει στην κεφαλή
2. αυτός που έχει σχήμα κεφαλής («κεφαλήσιο τύρι» — το κεφαλοτύρι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επιθετ. κατάλ. -ήσιος (πρβλ. καρυδήσιος, φιδήσιος)].