βιοστερής: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βιοστερής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν έχει πόρους ζωής, ο στερημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στερής</i> «[[στέρομαι]] «στερούμαι»].
|mltxt=[[βιοστερής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν έχει πόρους ζωής, ο στερημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στερής</i> «[[στέρομαι]] «στερούμαι»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βιοστερής:''' -ές ([[στερέω]]), αυτός που στερείται τα μέσα της ζωής, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοστερής Medium diacritics: βιοστερής Low diacritics: βιοστερής Capitals: ΒΙΟΣΤΕΡΗΣ
Transliteration A: biosterḗs Transliteration B: biosterēs Transliteration C: viosteris Beta Code: biosterh/s

English (LSJ)

ές,

   A reft of the means of life, S.OC747.

German (Pape)

[Seite 445] ές, des Lebensunterhaltes beraubt, Soph. O. C. 851.

Greek (Liddell-Scott)

βιοστερής: -ές, ὁ στερούμενος ἢ στερηθεὶς μέσων τῆς ζωῆς, Σοφ. Ο. Κ. 747· πρβλ. βίος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
privé de ressources pour vivre.
Étymologie: βίος, στερέω.

Spanish (DGE)

-ές privado de medios de vida S.OC 747.

Greek Monolingual

βιοστερής, -ές (Α)
αυτός που δεν έχει πόρους ζωής, ο στερημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -στερής «στέρομαι «στερούμαι»].

Greek Monotonic

βιοστερής: -ές (στερέω), αυτός που στερείται τα μέσα της ζωής, σε Σοφ.