κολπόσπασμος: Difference between revisions
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>ιατρ.</b> [[επώδυνος]] [[ακούσιος]] [[σπασμός]] τών [[μυών]] που περιβάλλουν τον [[κόλπο]] της γυναίκας που καθιστά αδύνατη τη [[συνουσία]] ή τή δυσκολεύει, αλλ. [[κολεόσπασμος]], [[κολεϊσμός]], κολπισμός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]] <span style="color: red;">+</span> [[σπασμός]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=ο<br /><b>ιατρ.</b> [[επώδυνος]] [[ακούσιος]] [[σπασμός]] τών [[μυών]] που περιβάλλουν τον [[κόλπο]] της γυναίκας που καθιστά αδύνατη τη [[συνουσία]] ή τή δυσκολεύει, αλλ. [[κολεόσπασμος]], [[κολεϊσμός]], κολπισμός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]] <span style="color: red;">+</span> [[σπασμός]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>vaginisme</i>. Η λ. στον τ. <i>κολποσπασμός</i> μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
ιατρ. επώδυνος ακούσιος σπασμός τών μυών που περιβάλλουν τον κόλπο της γυναίκας που καθιστά αδύνατη τη συνουσία ή τή δυσκολεύει, αλλ. κολεόσπασμος, κολεϊσμός, κολπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπος + σπασμός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. vaginisme. Η λ. στον τ. κολποσπασμός μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].