κορός: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(21) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κορός]] και [[κόρος]] (Α)<br /><b>επίθ.</b> [[καθαρός]], [[αγνός]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κορός]] και [[κόρος]] (Α)<br /><b>επίθ.</b> [[καθαρός]], [[αγνός]].<br /><b>(II)</b><br />[[κορός]] (Α)<br /><b>επίθ.</b> [[μαύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι Αρχαίοι το συνέδεαν με το [[κόραξ]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 8 January 2019
English (LSJ)
(A), Adj.
A dark, black, Sch.D Il.1.170: etym. of κόραξ, EM 529.30.
κορός (B), Adj.
A pure, Procl.Theol.Plat.5.3 (where θεοῦ κόρου καὶ νοῦ ὄντος), Id.ad Hes.Op.111, EM540.5, cf. Pl.Cra.396b (Κρόνος = κορὸς νοῦς).
Greek Monolingual
(I)
κορός και κόρος (Α)
επίθ. καθαρός, αγνός.
(II)
κορός (Α)
επίθ. μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι Αρχαίοι το συνέδεαν με το κόραξ.