κορός

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορός Medium diacritics: κορός Low diacritics: κορός Capitals: ΚΟΡΟΣ
Transliteration A: korós Transliteration B: koros Transliteration C: koros Beta Code: koro/s

English (LSJ)

(A), Adj.
A dark, black, Sch.D Il.1.170: etym. of κόραξ, EM 529.30.

(B), Adj. pure, Procl.Theol.Plat.5.3 (where θεοῦ κόρου καὶ νοῦ ὄντος), Id.ad Hes.Op.111, EM540.5, cf. Pl.Cra.396b (Κρόνος = κορὸς νοῦς).

Greek Monolingual

(I)
κορός και κόρος (Α)
επίθ. καθαρός, αγνός.
(II)
κορός (Α)
επίθ. μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι Αρχαίοι το συνέδεαν με το κόραξ.

German (Pape)

μέλας, Hesych.