κρεατόχρους: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν και κρεατόχρωμος, -η, -ο<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρέατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>κρεατο</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρε</i>[[ο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρακό</i>-<i>χρους</i>, <i>ροδό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=-ουν και κρεατόχρωμος, -η, -ο<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρέατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>κρεατο</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρε</i>[[ο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. <i>ανθρακό</i>-<i>χρους</i>, <i>ροδό</i>-<i>χρους</i>].
}}
}}

Revision as of 14:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ουν και κρεατόχρωμος, -η, -ο
αυτός που έχει το χρώμα του κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. κρεατο- (βλ. κρεο) + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ανθρακό-χρους, ροδό-χρους].