κοπρογενής: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(21)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοπρογενής]], -ές (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε στην [[κοπριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που τα γένια του [[είναι]] γεμάτα κοπριές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>γενής</i>, <i>υλη</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=[[κοπρογενής]], -ές (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε στην [[κοπριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που τα γένια του [[είναι]] γεμάτα κοπριές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>γενής</i>, <i>υλη</i>-<i>γενής</i>].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1483] ές, im Mist erzeugt, Sp.

Greek Monolingual

κοπρογενής, -ές (Μ)
1. αυτός που γεννήθηκε στην κοπριά
2. αυτός που τα γένια του είναι γεμάτα κοπριές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -γενής (< γένος), πρβλ. ευ-γενής, υλη-γενής].