δρυοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
(9)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[δρυοκόπος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αναρριχητικό [[πτηνό]] που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτη<br /><b>αρχ.</b><br />[[υλοτόμος]], [[ξυλοκόπος]].
|mltxt=ο (Α [[δρυοκόπος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αναρριχητικό [[πτηνό]] που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτη<br /><b>αρχ.</b><br />[[υλοτόμος]], [[ξυλοκόπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δρυοκόπος:''' ὁ Arst. = [[δρυοκολάπτης]].
}}
}}

Revision as of 18:56, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 669] Bäume hauend, eine Vogelart, = vorigem, Arist. part. an. 3, 1.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ pájaro carpintero Arist.PA 662b7.

Greek Monolingual

ο (Α δρυοκόπος)
νεοελλ.
αναρριχητικό πτηνό που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτη
αρχ.
υλοτόμος, ξυλοκόπος.

Russian (Dvoretsky)

δρυοκόπος: ὁ Arst. = δρυοκολάπτης.