κυβερνήτειρα: Difference between revisions
From LSJ
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυβερνήτειρα]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κυβερνητήρ]]. | |mltxt=[[κυβερνήτειρα]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κυβερνητήρ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῠβερνήτειρα:''' ἡ, θηλ. του επόμ., σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of
A κυβερνητήρ, τύχη AP10.65 (Pall.), cf. Nonn.D.1.89.
German (Pape)
[Seite 1522] ἡ, fem. zum Folgdn; τύχη βιότοιο Pallad. 104 (X, 65); Nonn. auch adj., κυβ. παλάμ η λοχείης D. 9, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ κυβερνητήρ, Ἀνθ. Π. 10. 65, Νόνν. Δ. 1. 89.
Greek Monolingual
κυβερνήτειρα, ἡ (Α)
βλ. κυβερνητήρ.
Greek Monotonic
κῠβερνήτειρα: ἡ, θηλ. του επόμ., σε Ανθ.