βασιλείδης: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βασιλείδης]], ο (Α) [[βασιλεύς]]<br />ο [[γιος]] του βασιλιά. | |mltxt=[[βασιλείδης]], ο (Α) [[βασιλεύς]]<br />ο [[γιος]] του βασιλιά. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βᾰσῐλείδης:''' ου ὁ царский сын, царевич Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A prince, τῶν δέκα βασιλειδῶν Pl.Criti.116c.
Greek (Liddell-Scott)
βασιλείδης: ου,ὁ, πατρωνυμ. τοῦ βασιλέως , βασιλόπαις,τῶν δέκα βασιλειδῶν Πλάτ. Κριτί.116 C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
φορμισίους δὲ τὰ γυναικεῖα αἰδοῖα καὶ βασιλείδας, καὶ λαχάρας Hesych.
Étymologie: βασιλεύς.
Spanish (DGE)
(βᾰσῐλείδης) -ου, ὁ hijo o hija del rey, príncipe, infante τὴν βασιλειδῶν μούνην λοιπήν de Antígona, S.Ant.941, τῶν δέκα βασιλειδῶν γένος de la descendencia de Clito y Posidón, Pl.Criti.116c
•en plu. αἱ βασιλείδαι las ‘princesas’, o ‘infantas’ n. aplicado burlescamente a los órganos sexuales femeninos, Hsch.s.u. Ἀριστόδημος.
Greek Monolingual
βασιλείδης, ο (Α) βασιλεύς
ο γιος του βασιλιά.
Russian (Dvoretsky)
βᾰσῐλείδης: ου ὁ царский сын, царевич Plat.