κρηνοφύλαξ: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(21) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krinofylaks | |Transliteration C=krinofylaks | ||
|Beta Code=krhnofu/lac | |Beta Code=krhnofu/lac | ||
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[warden of the springs]], IG11(2).159<span class="title">A</span>61, 161 <span class="title">A</span>85 (Delos, iii B. C.); at Athens, <b class="b2">official in charge of the</b> <b class="b3">κλεψύδρα</b>, <span class="bibl">Poll.8.113</span>, Phot. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> bronze lion <b class="b2">which stood over the spring that supplied the</b> <b class="b3">κλεψύδρα</b>, Poll.l.c., Phot.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:06, 30 June 2020
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A warden of the springs, IG11(2).159A61, 161 A85 (Delos, iii B. C.); at Athens, official in charge of the κλεψύδρα, Poll.8.113, Phot. 2 bronze lion which stood over the spring that supplied the κλεψύδρα, Poll.l.c., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
κρηνοφύλαξ: ῠ, -ᾰκος, ὁ, καὶ ἡ, ἐν Ἀθήναις δημόσιος ἐπιμελητὴς ἔχων τὴν ἐπιστασίαν τῆς κλεψύδρας, Πολυδ. Ηʹ, 112, Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ.· κρηνοφυλάκιον, τό, τὸ ἀξίωμα τοῦ κρηνο-φύλακος, Πολυδ. αὐτοθ. ‒ Τὸ ὄνομα τοῦτο δίδοται ὡσαύτως καὶ εἰς τὸν λέοντα, ὅστις ἵστατο ὑπεράνω τῆς πηγῆς ἐξ ἧς ἐλάμβανε τὸ ὕδωρ ἡ κλεψύδρα, αὐτόθι.
Greek Monolingual
κρηνοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. ο φύλακας τών κρηνών
2. (στην Αθήνα) δημόσιος επιμελητής που είχε την επιστασία της κλεψύδρας
3. ονομασία του ορειχάλκινου αγαλματιδίου λιονταριού που ήταν τοποθετημένο πάνω από πηγή που τροφοδοτούσε την κλεψύδρα.