κυμοδέγμων: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυμοδέγμων]], κυμόδεγμον, -όνος (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτῆς κυμοδαίγμονος», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δέγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-<i>δέγμων</i>, <i>οικο</i>-<i>δέγμων</i>]. | |mltxt=[[κυμοδέγμων]], κυμόδεγμον, -όνος (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτῆς κυμοδαίγμονος», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δέγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-<i>δέγμων</i>, <i>οικο</i>-<i>δέγμων</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῡμοδέγμων:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που συναντά τα κύματα, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A receiving or meeting the waves, ἀκτή E. Hipp.1173.
German (Pape)
[Seite 1531] ἀκτή, die Fluth empfangend, aufnehmend, Eur. Hipp. 1173.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμοδέγμων: -ον, ἐπὶ θαλασσίας ἀκτῆς, ἡ δεχομένη τὰ κύματα, ἀκτὴ Εὐρ. Ἱππ. 1173.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui reçoit les flots, baigné par les flots.
Étymologie: κῦμα, δέχομαι.
Greek Monolingual
κυμοδέγμων, κυμόδεγμον, -όνος (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτῆς κυμοδαίγμονος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο-δέγμων, οικο-δέγμων].
Greek Monotonic
κῡμοδέγμων: -ον (δέχομαι), αυτός που συναντά τα κύματα, σε Ευρ.