λογχοειδής: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(23) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=logchoeidis | |Transliteration C=logchoeidis | ||
|Beta Code=logxoeidh/s | |Beta Code=logxoeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[like a spear]], [[lanceolate]], Dsc.4.144.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:20, 1 July 2020
English (LSJ)
ές,
A like a spear, lanceolate, Dsc.4.144.
Greek (Liddell-Scott)
λογχοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λόγχην, Διοσκ. 4. 146.
Greek Monolingual
-ές (Α λογχοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λόγχη κατά το σχήμα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βοτ. το λογχοειδές
κάθε όργανο φυτού του οποίου η μορφή θυμίζει την αιχμή δόρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -ειδής (< εἶδος)].