μακροδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
(23) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[μακροδάκτυλος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μακριά]] δάκτυλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[μακροδακτυλία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μακροδάκτυλος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας scarabeidae. | |mltxt=-η, -ο (AM [[μακροδάκτυλος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μακριά]] δάκτυλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[μακροδακτυλία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μακροδάκτυλος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας scarabeidae. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μακροδάκτῠλος:''' с длинными пальцами, длиннопалый (πόδες Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A long-toed, Arist.PA 690b7, 694b16.
Greek (Liddell-Scott)
μακροδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μακροὺς δακτύλους, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 65., 12, 27.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM μακροδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει μακριά δάκτυλα
νεοελλ.
1. αυτός που πάσχει από μακροδακτυλία
2. το αρσ. ως ουσ. ο μακροδάκτυλος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας scarabeidae.
Russian (Dvoretsky)
μακροδάκτῠλος: с длинными пальцами, длиннопалый (πόδες Arst.).