λησμονώ: Difference between revisions
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
(23) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω και -άω και [[αλησμονώ]] (Μ λησμονῶ, -έω και ἀλησμονώ) [[λήσμων]]<br /><b>1.</b> [[ξεχνώ]] ένα [[γεγονός]] ή ένα [[πράγμα]], [[παύω]] να [[θυμάμαι]], μού διαφεύγει [[κάτι]] («λησμόνησα τη [[διεύθυνση]] του σπιτιού σου»)<br /><b>2.</b> [[αμελώ]] ή [[παραβαίνω]] ανειλημμένο [[καθήκον]] ή [[υποχρέωση]] («λησμόνησε [[πάλι]] το [[χρέος]] του»)<br /><b>3.</b> απαρνιέμαι κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>λησμονούμαι</i> και -<i>ιέμαι</i><br />[[περιπίπτω]] σε [[λήθη]], ξεχνιέμαι, εξαλείφομαι από τη [[μνήμη]] («τα βάσανα λησμονιούνται, μα ο [[καλός]] [[λόγος]] δεν λησμονιέται», παροιμ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> αφαιρούμαι, [[χάνω]] την [[αίσθηση]] της πραγματικότητας<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[θεός]] αργεί, μα δεν αλησμονεί» — η [[θεία]] [[δίκη]] μπορεί να καθυστερήσει να έλθει, [[αλλά]] σίγουρα θα έλθει<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> | |mltxt=-έω και -άω και [[αλησμονώ]] (Μ λησμονῶ, -έω και ἀλησμονώ) [[λήσμων]]<br /><b>1.</b> [[ξεχνώ]] ένα [[γεγονός]] ή ένα [[πράγμα]], [[παύω]] να [[θυμάμαι]], μού διαφεύγει [[κάτι]] («λησμόνησα τη [[διεύθυνση]] του σπιτιού σου»)<br /><b>2.</b> [[αμελώ]] ή [[παραβαίνω]] ανειλημμένο [[καθήκον]] ή [[υποχρέωση]] («λησμόνησε [[πάλι]] το [[χρέος]] του»)<br /><b>3.</b> απαρνιέμαι κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>λησμονούμαι</i> και -<i>ιέμαι</i><br />[[περιπίπτω]] σε [[λήθη]], ξεχνιέμαι, εξαλείφομαι από τη [[μνήμη]] («τα βάσανα λησμονιούνται, μα ο [[καλός]] [[λόγος]] δεν λησμονιέται», παροιμ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> αφαιρούμαι, [[χάνω]] την [[αίσθηση]] της πραγματικότητας<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[θεός]] αργεί, μα δεν αλησμονεί» — η [[θεία]] [[δίκη]] μπορεί να καθυστερήσει να έλθει, [[αλλά]] σίγουρα θα έλθει<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀλησμονοῦμαι ἀπὸ τὸ [[στόμα]] κάποιου» — παύει να γίνεται [[λόγος]] για μένα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:30, 26 March 2021
Greek Monolingual
-έω και -άω και αλησμονώ (Μ λησμονῶ, -έω και ἀλησμονώ) λήσμων
1. ξεχνώ ένα γεγονός ή ένα πράγμα, παύω να θυμάμαι, μού διαφεύγει κάτι («λησμόνησα τη διεύθυνση του σπιτιού σου»)
2. αμελώ ή παραβαίνω ανειλημμένο καθήκον ή υποχρέωση («λησμόνησε πάλι το χρέος του»)
3. απαρνιέμαι κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
1. παθ. λησμονούμαι και -ιέμαι
περιπίπτω σε λήθη, ξεχνιέμαι, εξαλείφομαι από τη μνήμη («τα βάσανα λησμονιούνται, μα ο καλός λόγος δεν λησμονιέται», παροιμ.)
2. μέσ. αφαιρούμαι, χάνω την αίσθηση της πραγματικότητας
3. παροιμ. «ο θεός αργεί, μα δεν αλησμονεί» — η θεία δίκη μπορεί να καθυστερήσει να έλθει, αλλά σίγουρα θα έλθει
μσν.
φρ. «ἀλησμονοῦμαι ἀπὸ τὸ στόμα κάποιου» — παύει να γίνεται λόγος για μένα.