ἀκκισμός: Difference between revisions
From LSJ
Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α ἀκκισμὸς) [[ἀκκίζομαι]]<br />επίπλαστοι τρόποι, ψευδοσεμνοτυφία. | |mltxt=ο (Α ἀκκισμὸς) [[ἀκκίζομαι]]<br />επίπλαστοι τρόποι, ψευδοσεμνοτυφία. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκκισμός:''' ὁ жеманничание, притворство Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A prudery, Philem.4.14, Luc.Am.4, Philostr.Ep.35, Hld.6.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκκισμός: προσποίησις ἀδιαφορίας, σεμνοτυφία, ψευδοκοσμιότης, Φιλήμ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1.14· πρβλ. ἀκκίζομαι.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἀκισ- Sch.A.Eu.206 (p.213)
gazmoñería, remilgo Philem.3.14, Ph.4.190, Luc.Am.4, Hld.6.4.1, Hsch.
Greek Monolingual
ο (Α ἀκκισμὸς) ἀκκίζομαι
επίπλαστοι τρόποι, ψευδοσεμνοτυφία.
Russian (Dvoretsky)
ἀκκισμός: ὁ жеманничание, притворство Luc.