ἀκουσίθεος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκουσίθεος]], -ον (Α)<br />αυτός που εισακούεται από τον Θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκουσι</i> - (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]) <span style="color: red;">+</span> [[θεός]]<br />μόνο στο επίθ. [[ἀκουσίθεος]] απαντά το ρ. [[ἀκούω]] με τη [[μορφή]] <i>ἀκουσι</i>- ως α΄ συνθ.].
|mltxt=[[ἀκουσίθεος]], -ον (Α)<br />αυτός που εισακούεται από τον Θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκουσι</i> - (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]) <span style="color: red;">+</span> [[θεός]]<br />μόνο στο επίθ. [[ἀκουσίθεος]] απαντά το ρ. [[ἀκούω]] με τη [[μορφή]] <i>ἀκουσι</i>- ως α΄ συνθ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκουσίθεος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που έχει εισακουσθεί από το θεό, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκουσίθεος Medium diacritics: ἀκουσίθεος Low diacritics: ακουσίθεος Capitals: ΑΚΟΥΣΙΘΕΟΣ
Transliteration A: akousítheos Transliteration B: akousitheos Transliteration C: akousitheos Beta Code: a)kousi/qeos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A heard of God, AP6.249 (Antip. Thess.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκουσίθεος: [ᾰ], -ον, ὁ παρά θεοῦ άκουσθείς, Ἀνθ. Π.6.249.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entendu ou exaucé par la divinité.
Étymologie: ἀκούω, θεός.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰκουσῐ-]
escuchado por los dioses φέγγος AP 6.249 (Antip.Thess.).

Greek Monolingual

ἀκουσίθεος, -ον (Α)
αυτός που εισακούεται από τον Θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκουσι - (< ἀκούω) + θεός
μόνο στο επίθ. ἀκουσίθεος απαντά το ρ. ἀκούω με τη μορφή ἀκουσι- ως α΄ συνθ.].

Greek Monotonic

ἀκουσίθεος: [ᾰ], -ον, αυτός που έχει εισακουσθεί από το θεό, σε Ανθ.