ακτινοειδής: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀκτινοειδής]])<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] ακτίνας, ο όμοιος με [[ακτίνα]], [[ακτινωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκτὶς</i> (-<i>ίνα</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>εἰδὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀκτινοειδής]])<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] ακτίνας, ο όμοιος με [[ακτίνα]], [[ακτινωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκτὶς</i> (-<i>ίνα</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>εἰδὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκτινοειδής)
αυτός που έχει σχήμα ακτίνας, ο όμοιος με ακτίνα, ακτινωτός
αρχ.
λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκτὶς (-ίνα) + -εἰδὴς < εἶδος.