αλληλομάχος: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλληλομάχος]], -ον (Α)<br />([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>οἱ [[ἀλληλομάχοι]]<br />αυτοί που μάχονται [[μεταξύ]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀλληλομάχος]], -ον (Α)<br />([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>οἱ [[ἀλληλομάχοι]]<br />αυτοί που μάχονται [[μεταξύ]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλληλο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (μσν., νεοελλ.) [[αλληλομαχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλληλομαχώ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀλληλομάχος, -ον (Α)
(συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀλληλομάχοι
αυτοί που μάχονται μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλληλο- + -μαχος (< μάχομαι).
ΠΑΡ. (μσν., νεοελλ.) αλληλομαχία
νεοελλ.
αλληλομαχώ].