αλίβροχος: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁλίβροχος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρέχεται από τη [[θάλασσα]], [[αλίβρεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἁλίβροχος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρέχεται από τη [[θάλασσα]], [[αλίβρεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[βρέχω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἁλίβροχος, -ον (Α)
αυτός που βρέχεται από τη θάλασσα, αλίβρεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + βρέχω].